- κυβερνήσια
- κυβερνήσια, τὰ (Α) [κυβερνήτης]εορτή στην Αθήνα στη μνήμη τού Θησέως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυβερνήσια — festival neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek